- ηλιόκοπρις
- (heliocopris). Γένος κολεοπτέρων εντόμων που ζουν στα περιττώματα των βοδιών και των βουβαλιών. Έχει μήκος 7 εκ. και, όπως το γένος άτευχος, σχηματίζει σβώλους από τα περιττώματα των ζώων αυτών, στους οποίους μεταμορφώνεται η προνύμφη. Το γένος ανήκει στα κολεόπτερα της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Ο η., που είναι ένα από τα ανθεκτικότερα σε κλιματολογικές διακυμάνσεις έντομα, ζει και σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Dictionary of Greek. 2013.